- καπνός
- I
(Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ. στηρίζεται στο είδος Nicotiana tabacum.Ο κ. είναι ποώδες, μονοετές φυτό που κατάγεται από την Αμερική. Μεταφέρθηκε στην Ευρώπη από τον Χριστόφορο Κολόμβο και καλλιεργήθηκε αρχικά για βοτανικούς σκοπούς. Όμως, οι ιδιότητές του έγιναν γνωστές χάρη στον Γάλλο πρεσβευτή στην Πορτογαλία Ζαν Νικότ, στον οποίο αποδίδεται και η επιστημονική ονομασία του κ. Από το 1561 ο κ. αποτέλεσε αντικείμενο όλο και πιο εντατικής καλλιέργειας, η οποία ρυθμιζόταν και ελεγχόταν από ειδικούς κανονισμούς.O κ. (Nicotiana tabacum) ανήκει στην οικογένεια των σολανωδών (δικοτυλήδονα) και συναντάται μόνο σε καλλιέργειες. Έχει 24 ζεύγη χρωμοσωμάτων, θαμνώδη, όρθιο, μονοστέλεχο (σπάνια πολυστέλεχο) βλαστό, ύψους 0,6-2,7 μ. Τα φύλλα του είναι εναλλασσόμενα, άμισχα, πολύ πλατιά, ωοειδή ή λογχοειδή, ενώ τα άνθη του –λευκά, ρόδινα, κόκκινα ή βιολετί, ανάλογα με την ποικιλία– έχουν στεφάνη με μακρύ και πλατύ σωλήνα και σχηματίζουν επάκριους φοβοειδείς κορύμβους. Σε αυτά υπάρχουν πέντε ανθήρες, οι οποίοι απελευθερώνουν κολλοειδή γύρη καθώς το άνθος ανοίγει. Τα περισσότερα άνθη γονιμοποιούνται με αυτοεπικονίαση. Ο καρπός είναι ασκόμορφη κάψα με πολυάριθμα μικρά σπέρματα, ωοειδή και τραχιά. Ολόκληρο το φυτό είναι ιξώδες, επειδή έχει πολλές αδενώδεις-ρητινώδεις τρίχες.Από τα καπνόφυτα χρησιμοποιούνται τα φύλλα, με τα οποία παρασκευάζονται διάφορα προϊόντα, έπειτα από κατάλληλη επεξεργασία, όπως πούρα, τσιγάρα, κ. πίπας και ναργιλέ, λεπτή σκόνη (ταμπάκο της μύτης) και διάφορα υποπροϊόντα, όπως αντιπαρασιτικές σκόνες και εκχυλίσματα.Τα φύλλα περιέχουν, εκτός από τα πολυάριθμα άλλα συστατικά (κυτταρίνη, πρωτεΐνες, ρητίνες, αιθέρια έλαια, οργανικά οξέα και τα άλατά τους), ένα αλκαλοειδές, τη νικοτίνη, που αποτελεί την αιτία επίδρασης του κ. στο νευρικό σύστημα και στην καρδιά και, όπως φαίνεται, είναι o κυριότερος υπεύθυνος των επιβλαβών επιδράσεων του κ. στον ανθρώπινο οργανισμό. To ποσοστό της νικοτίνης στα φύλλα ποικίλλει από 0,6% έως 9%.Σήμερα καλλιεργούνται πολυάριθμες ποικιλίες κ., που αντιστοιχούν στους διάφορους τύπους αρώματος των πούρων και των τσιγάρων. Καλλιεργούνται επίσης μερικά συγγενικά είδη για τον ίδιο σκοπό (Nicotiana rustica, Nicotiana purpurea). Η ποιότητα του προϊόντος και των υποπροϊόντων εξαρτάται επίσης και από το οικολογικό περιβάλλον όπου ζει το φυτό, την υγρασία, το φως και τη λίπανση.Στο εμπόριο, ο κ. διακρίνεται σε βορειοαμερικανικό: Μέριλαντ, Βιρτζίνια, Κεντάκι· των δυτικών Ινδιών: Κούβας, Πόρτο Ρίκο, Αγίου Δομίνικου· νοτιοαμερικανικό: Βραζιλίας, Βαρίνας· ανατολικοϊνδικό: περσικός, Μανίλας, Ιάβας, κινεζικός, ιαπωνικός· ευρωπαϊκό: βελγικός, γαλλικός, ιταλικός, ολλανδικός, γερμανικός κλπ.· ανατολικό: ελληνικός, τουρκικός, βουλγαρικός, σερβικός.Σύμφωνα με στοιχεία του 2000, η παγκόσμια παραγωγή κ. κυμαίνεται σε ετήσια βάση περίπου στα 6,5 εκατ. τόνους. Η κυριότερη καπνοπαραγωγός χώρα είναι η Κίνα (40% της παγκόσμιας παραγωγής) και ακολουθούν οι ΗΠΑ (13%), οι ασιατικές χώρες (20% συνολικά) και η ΕΕ (5,5%). Η Ελλάδα βρίσκεται στην όγδοη θέση της παγκόσμιας κατάταξης (2%), με ετήσιο μέσο όρο παραγωγής 126.000 τόνους.Ιστορία. Κατά τα τέλη του 1ου αι. μ.Χ., οι γηγενείς της Βόρειας Αμερικής χρησιμοποιούσαν τον κ. κατά τις θρησκευτικές ή μαγικές τελετές τους καπνίζοντας μέσα σε χοντρές πίπες, σκαλισμένες σε κόκκινη πέτρα, ή τυλίγοντας τα καπνόφυλλα μέσα στα βράκτια φύλλα του σπάδικα (ρόκα ή κούκλα) του αραβόσιτου. Αργότερα, ο κ. διαδόθηκε στους αυτόχθονες, διατηρώντας ένα μέρος από τον τελετουργικό χαρακτήρα του. Μερικές φυλές τον εισέπνεαν από τη μύτη (αφού τον είχαν μετατρέψει σε λεπτή σκόνη), χρησιμοποιώντας ένα πρωτόγονο όργανο από καλάμι σε σχήμα Y, του οποίο τα δύο πάνω άκρα τοποθετούνταν στα δύο ρουθούνια.Η φήμη για τις θεραπευτικές ιδιότητες του κ. παρακίνησε τους Ευρωπαίους να επιχειρήσουν την καλλιέργειά του σε μεγάλη κλίμακα, αρχικά στην ίδια την Αμερική και έπειτα στην Ευρώπη. Οι πρώτοι σπόροι του κ. μεταφέρθηκαν στην Ισπανία το 1559 από τον Φρανθίσκο Ερνάντεθ Μπονκάλο του Τολέδο. Ο Ζαν Νικότ (1530-1600), πρεσβευτής της Γαλλίας στην Πορτογαλία, διευκόλυνε τη διάδοσή του, συνιστώντας τη χρήση του στη γαλλική Αυλή. Ο κ. διαδόθηκε πολύ σύντομα όχι μόνο στην Αυλή της Αικατερίνης των Μεδίκων, αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη, επειδή θεωρήθηκε φάρμακο για πολλές αρρώστιες. Προς τιμήν του Νικότ, o βοτανολόγος Ζακ Ντελασάνς έδωσε στο φυτό την επιστημονική ονομασία Herba nicotiana.Από τον 17o αι. και μετά ο κ. μεταμορφώθηκε σε ένα εξημερωμένο φυτικό είδος. Το κάπνισμα ή η εισπνοή του ταμπάκου από τη μύτη αποτέλεσε ένα είδος καθολικής μανίας, παρά τις επικλήσεις των γιατρών που είχαν αρχίσει να το χαρακτηρίζουν βλαβερό. Λόγοι εκκλησιαστικοί και εσωτερικής πολιτικής είχαν επιβάλει μονοπωλιακά καθεστώτα ή απαγόρευαν την καλλιέργεια. Ένα κινεζικό διάταγμα του 1638 όριζε την ποινή του αποκεφαλισμού για τους μεταπωλητές κ.· πολύ αυστηρές ποινές προβλέπονταν επίσης και στη Ρωσία.Παρ’ όλα αυτά, η παγκόσμια δημοτικότητα του κ. αυξανόταν ραγδαία, αγγίζοντας πρωτοφανείς διαστάσεις με την ευρεία κατανάλωση των πούρων και τσιγάρων που ξεκίνησε τον 19o αι. και συνεχίζεται μέχρι σήμερα.Ο κ. στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα, o κ. άρχισε πιθανότατα να καλλιεργείται στην περιοχή της Θεσσαλονίκης κατά τα τέλη του 16ου αι. ή στις αρχές του 17ου αι. Στα νεότερα χρόνια απέκτησε μεγάλη οικονομική σημασία, επειδή αξιοποιεί φτωχά επικλινή εδάφη και αποδίδει σχετικά υψηλό εισόδημα. Σήμερα εξακολουθεί να αποτελεί ένα από τα κυριότερα εξαγώγιμα προϊόντα της χώρας.Ο κ. καλλιεργείται σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, κυρίως στη Μακεδονία, στη Θράκη και στη Θεσσαλία.Η καλλιέργεια του κ. είναι εντατική και απορροφά όλο τον εργάσιμο χρόνο της αγροτικής οικογένειας. Υπολογίζεται ότι με την καπνοκαλλιέργεια απασχολούνται σήμερα περίπου 65.000 αγροτικές οικογένειες, πολύ λιγότερες σε σχέση με τις περίπου 200.000 το 1965, αλλά απαρτίζουν το 10% του αγροτικού δυναμικού της χώρας και το 48% των καπνοπαραγωγών της ΕΕ. Οι κυριότερες παραδοσιακές καλλιεργούμενες ποικιλίες είναι οι εξής: μπασμάς, η κυρίως ευγενής ποικιλία ανατολικών κ. που καλλιεργείται στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη· καμπά-κουλάκ (Κεντρική Μακεδονία, με επέκταση στην Ανατολική Μακεδονία-Θράκη, προς μερική αντικατάσταση της ποικιλίας μπασμά)· σπόρος Σαμψούντα (Πιερία-Κατερίνη)· μυρωδάτα Σμύρνης (Εορδαία, Δυτική Μακεδονία και νησιά Αιγαίου)· μυρωδάτα Αγρινίου (Αιτωλοακαρνανία)· σαρί (Θεσσαλία)· μπασή-μπαγλή (Aνατολική Μακεδονία)· μαύρα Άργους (Αργοναυπλία)· μαύρα Θεσσαλίας (Θεσσαλία). Το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής κυριαρχείται από τις ποικιλίες ουδέτερου τύπου κ. (όπως τα καμπά-κουλάκ κατά πρώτο λόγο, τα Σαμψούς και τα μυρωδάτα Σμύρνης και Αγρινίου) και την ποικιλία μπασμά (αρωματικός τύπος). Τα τελευταία χρόνια καλλιεργείται στην Ελλάδα και o αμερικανικός τύπος κ. Μπέρλεϊ, η παραγωγή του οποίου, από περίπου 450 τόνους το 1962, έφτασε σε 5.600 το 1966 και σε 12.364 το 1998. Ο τύπος αυτός κ. καλλιεργείται σε πεδινά, αρδευόμενα εδάφη και οι στρεμματικές αποδόσεις του είναι πολύ μεγαλύτερες από τις αντίστοιχες των ανατολικών κ. Επίσης αμερικανική εισαγωγή αποτελούν οι κ. ποικιλίας Βιρτζίνια, η παραγωγή των οποίων ανήλθε σε 30.621 τόνους το 1998. Οι ποικιλίες εσωτερικής κατανάλωσης είναι κυρίως τα τσεμπέλια Αιτωλοακαρνανίας-Ηπείρου και τα μαύρα Άργους και Θεσσαλίας. Αυτοί αντιπροσωπεύουν περίπου το 10% της εγχώριας συνολικής παραγωγής κ. και χαρακτηρίζονται ως τύπου γεύσης. Το 2000 οι καλλιέργειες κ. έφτασαν τα 650.000 στρέμματα σε ολόκληρη τη χώρα.Ο ελληνικός κ. χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την παρασκευή τσιγάρων, είτε αμιγής είτε αναμεμειγμένος με άλλους ξένους τύπους κ. Το 90% της εγχώριας παραγωγής εξάγεται.Οι κυριότερες χώρες που εισάγουν ελληνικό κ. είναι (κατά σειρά) οι χώρες της EΕ, της ανατολικής Ευρώπης, οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία και οι χώρες της Μέσης Ανατολής. Η Ιαπωνία αποτελεί μία καινούργια αγορά για τον ελληνικό κ.καλλιέργεια-επεξεργασία-βιομηχανοποίηση. Ο τύπος του εδάφους και το κλίμα μιας χώρας καθορίζουν και το είδος του κ. που θα αναπτυχθεί. Γενικά, ο κ. αναπτύσσεται καλύτερα σε θερμά, ήπια κλίματα και σε εδάφη με καλό σύστημα αποστράγγισης, που δέχονται τακτικά υγρασία και στα οποία εφαρμόζεται προσεκτική χρήση λιπασμάτων. Συχνά απομακρύνονται τα άνθη, προκειμένου να ευνοηθεί η ανάπτυξη των ανωτέρων φύλλων. Η συγκομιδή πραγματοποιείται με το κόψιμο ολόκληρου του βλαστού ή με επιλεκτική αφαίρεση φύλλων καθώς αυτά ωριμάζουν. Μετά τη συλλογή, τα φύλλα του κ. υποβάλλονται σε διαδοχικές επεξεργασίες που περιλαμβάνουν αρχικά την αποξήρανσή τους, τη μετατροπή δηλαδή των φύλλων σε ακατέργαστο κ., η οποία διενεργείται είτε με φυσικά μέσα (έκθεση στη σκιά, ύστερα στον ήλιο και μετά πάλι στη σκιά) είτε με τεχνητά (κρέμασμα των φύλλων σε κατάλληλα αεριζόμενους χώρους και θέρμανση απευθείας ή έμμεσα). Ο συνολικός χρόνος αποξήρανσης –που μπορεί να κυμαίνεται από μισή έως έξι εβδομάδες– και η θερμοκρασία έκθεσης (21-77°C) επηρεάζουν το ποσό και το είδος των αλλαγών που θα επέλθουν στις πρωτεΐνες, στους υδατάνθρακες, στα οργανικά οξέα, στα αλκαλοειδή και στα ένζυμα των φύλλων. Πριν από τη χρησιμοποίησή τους για την παραγωγή κ., τα φύλλα υποβάλλονται σε ζύμωση, η οποία πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια αποθήκευσής τους σε χώρους με υγρασία 15% και θερμοκρασία 27-43°C. Οι μέθοδοι καλλιέργειας, αποξήρανσης και ζύμωσης που αναφέρθηκαν ποικίλλουν ανάλογα με το είδος του κ., τη χρήση για την οποία προορίζεται και τα τοπικά έθιμα. Τέλος, ακολουθεί η εμπορική επεξεργασία (όπου τα φύλλα διαχωρίζονται σε πέντε κατηγορίες) και η δεματοποίηση. Μετά τις επεξεργασίες αυτές ο κ. είναι έτοιμος για βιομηχανοποίηση και παραγωγή των διαφόρων προϊόντων που προορίζονται για κατανάλωση. Κάθε ποιότητα κ. προορίζεται για ένα ορισμένο προϊόν. Το μεγαλύτερο τμήμα της παγκόσμιας παραγωγής χρησιμοποιείται για τα τσιγάρα, ένα άλλο σημαντικό τμήμα προορίζεται για τα πούρα, ενώ η κατανάλωση για πίπα και ταμπάκο είναι μικρότερη. Η κατεργασία του κ. πραγματοποιείται σχεδόν παντού με μηχανικά μέσα, εκτός από ορισμένες ποιότητες πούρων που απαιτούν τη χρήση ειδικευμένων εργατικών χεριών. Η ελληνική καπνοβιομηχανία απασχολεί περίπου 3.000 εργαζόμενους (στοιχεία του 2000).Σε πολλές χώρες ο κ., εξαιτίας της μεγάλης κατανάλωσης, αποτελεί αντικείμενο κρατικών μέτρων, δηλαδή φόρων, δασμών, ελέγχου της καλλιέργειας, μονοπωλίων κλπ. Βλ. λ. κάπνισμα.άγριος κ.Φυτό της οικογένειας των συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι αστερίσκος ο πάρυδρος. Πρόκειται για μονοετή πόα, ύψους 10-30 εκ., με ακέραια φύλλα και κίτρινα άνθη. Φυτρώνει σε παραλιακές χερσαίες περιοχές σε όλη την Ελλάδα, κατά μήκος των δρόμων και των φραχτών. To φυτό αυτό είναι επίσης κοινό σε όλες τις παραμεσόγειες ακτές.
Αποξήρανση φύλλων καπνού στον ήλιο.
Επεξεργασία καπνού για πούρα στην Κούβα (φωτ. ΑΠΕ).
IIΣυγκομιδή καπνού στη Βουλγαρία (φωτ. ΑΠΕ).
(Χημ.). Διασπορά μικρών στερεών σωματιδίων και υγρών σταγονιδίων σε ένα αέριο, που συνήθως σχηματίζεται ως αποτέλεσμα ατελούς καύσης οργανικών ουσιών. Τα σωματίδια κ. ξεκινούν ως άτομα άνθρακα ή μικρά τμήματα του προς καύση υλικού, τα οποία αυξάνουν σε μέγεθος με συμπύκνωση. Η διάμετρός τους κυμαίνεται μεταξύ 0,01-5,0 μικρομέτρων, ενώ το σχήμα τους είναι ακανόνιστο. Οι διασπορές των σωματιδίων μπορεί να έχουν γκρίζο ή μαύρο χρώμα ή να είναι άχρωμες. Κ. δίνουν οι αρωματικοί υδρογονάνθρακες, όπως το βενζένιο, το τουλοένιο, η ναφθαλίνη κλπ., οι φυτικές ρητίνες, οι γαιάνθρακες, που είναι πλούσιοι σε ασφαλτικά προϊόντα και γενικά όλες οι ουσίες που καίγονται σε πάρα πολύ μικρά απανθρακωμένα σωματίδια. Κ. μπορούν επίσης να σχηματιστούν μηχανικά, με τη χρήση ψεκαστήρων. Η κοινή χρήση του όρου αναφέρεται στον διασκορπισμό στον ατμοσφαιρικό αέρα πάρα πολύ μικρών σωματιδίων, γενικά προερχόμενων από άνθρακα.Οι κ., σχεδόν πάντα επιβλαβείς, αποκτούν ιδιαίτερη σημασία όταν προέρχονται από βιομηχανικές επεξεργασίες και απλώνονται κοντά σε κατοικημένα κέντρα (ατμοσφαιρική ρύπανση). Για να τους εξαλείψουν, καταφεύγουν σε διάφορες μεθόδους διήθησης: ο κ. υποχρεώνεται να εκτελέσει μια διαδρομή μέσα από νερό με πολύ λεπτές υποδιαιρέσεις οι οποίες είναι ικανές να συγκρατήσουν τα στερεά σωματίδια, είτε διοχετεύεται σε ειδικές συσκευές στις οποίες, με τη δράση φυγόκεντρης δύναμης, τα σωματίδια κάθονται στα τοιχώματα των δοχείων, είτε, τέλος, υποβάλλεται στην επίδραση ηλεκτροστατικού πεδίου μεταξύ κατάλληλα τοποθετημένων ηλεκτροδίων, έτσι ώστε αυτά να έλκουν τα σωματίδια και να τα διαχωρίζουν από το αέριο.* * *ὁ (AM καπνός)μίγμα αέριων προϊόντων καύσης διάφορων ουσιών, με αιωρούμενα στερεά σωματίδια (α. «στον αέρα ανακατώνονται οι σπιθοθόλοι καπνοί», Σολωμ.β. «σημανεῑ καπνῷ πυρός», Αισχύλ.)νεοελλ.1. κοινή ονομασία ειδών τού γένους φυτών Νικοτιανή, καθώς και τών φύλλων τους, τα οποία μετά από κατάλληλη επεξεργασία χρησιμοποιούνται για κάπνισμα, μάσημα, εισπνοές από τη μύτη και για την εξαγωγή νικοτίνης2. (στον πληθ. ως ουδ.) τα καπνάτο ομώνυμο φυτό3. φρ. α) «όπου υπάρχει καπνός υπάρχει και φωτιά» — κάθε φήμη έχει τη βάση τηςβ) «κάθε ξύλο έχει τον καπνό του» — καθένας έχει τις ιδιοτροπίες τουγ) «έγινε καπνός» — εξαφανίστηκεδ) «τού ανέβηκαν οι καπνοί στο κεφάλι» — εξοργίστηκε, έγινε έξω φρενώνε) «τί καπνό φουμάρει» — τί είδους άνθρωπος είναι, ποιος είναι ο χαρακτήρας του και οι αντιλήψεις τουστ) «καπνοί τής φαντασίας» — φαντασίες που διαλύονται κατά την πρώτη επαφή με την πραγματικότηταμσν.1. τίποτε, μηδέν2. αναπνοή3. απόπνοια4. τζάκι, εστία5. φόρος τών καπνοδόχων6. ζαλάδα από κρασί7. φαντασίωση8. φρ. «γιὰ καπνό» — άσκοπααρχ.1. ο αφρός που δημιουργείται στη θάλασσα από τα κύματα («τούτου μὲν καπνοῡ καὶ κύματος ἐκτὸς ἔεργε νῆα», Ομ. Οδ.)2. ονομασία φυτού, καπνόχορτο3. φρ. α) «γραμμάτων καπνοί» — οι μικρολεπτομέρειεςβ. «λέλογχε δὲ μεμφομένοις ἐσθλοὺς ὕδωρ καπνῷ φέρειν» — πέτυχε δε να βρει ειλικρινείς ανθρώπους οι οποίοι να χύσουν νερό στη φωτιά τών φθονερώνβ) παροιμ. «καπνοῡ σκιά» ή «περὶ καπνοῡ στενολεσχεῑν» — για μηδαμινά και ασήμαντα πράγματαβ) «ἐς αὐτὸ τὸ πῡρ ἐκ τοῡ καπνοῡ βιαζόμενος» — γι' αυτούς που πέφτουν από ένα κακό σε άλλο χειρότερο.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καπνός < *κFαπνός, με αντιπροσώπευση τού *κF- (*kw-) ως κ- αντί π- ανομοιωτικά (δηλ. *κFαπνός> *παπνός > καπνός). Η λ. ανάγεται σε IE *kwēp- «καπνίζω, κοχλάζω, βράζω» και συνδέεται με λιθουαν. kvapas «πνοή, ανάσα», kvėpiu, kvėpti «λαχανιάζω, αναπνέω», με λεττον. kvepstu, kvept «καπνίζω, εισπνέω», ενώ η σύνδεση της με λατ. vapor «ατμός, καπνός» είναι αβέβαιη. Ο νεοελλ. τ. καπνά, τα αποτελεί άλλο τ. πληθ. τού καπνός, με αλλαγή γένους (πρβλ. ο βράχος - τα βράχια, ο ναύλος - τα ναύλα).ΠΑΡ. κάπνη, καπνιά(-ία), καπνίζω, καπνώδηςαρχ.καπνείον, κάπνειος, καπνείω, καπνηλός, καπνιαίος, καπνίας, καπνίτης, καπνιώ, καπνούμαι, καπνωτήριονμσν.καπνερός, καπνηρός, κάπνιονμσν.- νεοελλ.καπνικόςνεοελλ.καπνάς, καπνίλα, καπνούρα.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) καπνέλαιο, καπνοδόκη, καπνοδοχείο, καπνοδόχη, καπνοδόχος, καπνοειδής, καπνομάντηςαρχ.καπναύγης, καπνογόργιον, καπνοποιός, καπνοσφράντης, καπνοτόκειος, καπνούχοςμσν.καπνολογώ, καπνόρρουςνεοελλ.καπναγωγός, καπναποθήκη, κάπναυλος, καπνέμπορος, καπνεργάτης, καπνεργοστάσιο, καπνόβεργες, καπνοβιομήχανος, καπνοβόρος, καπνογόνος, καπνοθάλαμος, καπνοθήκη, καπνοθυλάκιο, καπνοκαλλιέργεια, καπνοκαύστης, καπνοκοπτήριο, καπνοκοπτικός, καπνολόγος, καπνομαντεία, καπνοπαραγωγή, καπνοπαραγωγός, καπνοπρατήριο, καπνοπώλης, καπνοσακούλα, καπνοσπορέλαιο, καπνοσύριγγα, καπνόσφαιρα, καπνοσωλήνας, καπνότοπος, καπνοφόρος, καπνοφράκτης, καπνόφυλλο, καπνοφυτεία, καπνόχορτο. (Β' συνθετικό) άκαπνοςαρχ.δύσκαπνος, πισσόκαπνος, πολύκαπνος].
Dictionary of Greek. 2013.